H ιστορία του τόπου
Το Μέτσοβο μνημονεύεται για πρώτη φορά το 1380 μ.Χ. στο ανώνυμο χρονικό των Ιωαννίνων, όπου ο ιερομόναχος Ησαΐας αναφέρεται ως καθηγούμενος Μετσόβου, ενώ οι κάτοικοι της περιοχής είναι βλάχοι και αποκαλούνται «κουτσόβλαχοι» ή «μπουρτζόβλαχοι».
Η προέλευση του τοπωνυμίου δεν είναι εξακριβωμένη. Υποστηρίζεται ότι μπορεί να είναι σλάβικο και ότι σημαίνει «αρκουδοχώρι» από τις σλάβικες λέξεις «μέτσκα», που σημαίνει αρκούδα και «όβο», που σημαίνει χωριό. Η άποψη αυτή δε φαίνεται ορθή, γιατί οι αρκούδες υπάρχουν παντού στην ευρύτερη περιοχή. Το Μέτσοβο, στα κουτσοβλάχικα, λέγεται «Α-μίτζιο» που σημαίνει «εις το Μίτζιο» και σε παλιά κείμενα αναγράφεται «Μέτζοβο» και «Μέσσοβο». Είναι πιθανό το «μίτζιο» – «Μέτζο» να είναι παραφθορά του «μέσου» και με την προσθήκη του σλάβικου «όβο» έγινε «Μέτζοβο». Η παλαιότερη ονομασία του χωριού ίσως ήταν «Μέσο» ή «Μέσο-χώρι» που υποδηλώνει πράγματι και το τοπογραφικό στίγμα της θέσης, στο μέσο της περιοχής.
Όσον αφορά την προέλευση του ονόματος Βλάχος, υπάρχει η άποψη ότι με τη λέξη Welsch ή Walachen, ονόμαζαν οι Γερμανοί τους λατινόφωνους Ιταλούς, Ελβετούς, Βέλγους, Γάλλους και τους Βλάχους της Ρουμανίας, που για πολλούς αιώνες γειτόνευαν. Στην κάθοδό τους προς τη Ρουμανία, οι Σλάβοι υποτάχτηκαν στους Γερμανούς και Γότθους της Τρανσυλβάνιας, όπου και ήρθαν σε επαφή με τους λατινόφωνους Βλάχους. Εκεί ακούγοντας τους Γερμανούς να τους ονομάζουν Welsch ή Walachen τους ονόμαζαν κι αυτοί Βλάχοι στη γλώσσα τους, δηλαδή λατινόφωνους. Από τους Σλάβους διαδόθηκε στη Βαλκανική ο όρος Βλάχος = λατινόφωνας.
Στο Μέτσοβο, πέρα από την ελληνική γλώσσα, χρησιμοποιείται σε στενό, οικογενειακό, φιλικό και επαγγελματικό περιβάλλον ως προφορική μόνο γλώσσα και η κουτσοβλάχικη. Πρόκειται για τα «βλάχικα», ένα νεολατινικό ιδίωμα, γνωστότερο στους γλωσσολογικούς κύκλους με το νεολογικό «αρωμουνική», παράγωγο του Αρωμούνος, με το οποίο αυτοαποκαλούνται οι Βλάχοι ή Κουτσόβλαχοι των ελληνικών χωρών. Η γένεση της «αρωμουνικής» χρονολογείται από την εμφάνιση των Ρωμαίων στην ελληνική χερσόνησο και κοιτίδα της είναι η πανάρχαια οδική αρτηρία που συνέδεε Δύση – Ανατολή, η μετέπειτα Εγνατία οδός. Από τους Έλληνες, πρώτοι χρήστες της λατινικής λογίζονται οι εκπρόσωποι των ελληνικών πόλεων, που ήταν υποχρεωμένοι να επικοινωνούν με τη Ρώμη στην επίσημη γλώσσα της. Ακολουθούν οι Έλληνες που υπηρετούν στο ρωμαϊκό στρατό και επιστρέφοντας στη γενέτειρά τους αναλαμβάνουν τη φρούρηση επίκαιρων οδικών κόμβων και κυρίως ορεινών διαβάσεων, όπως είναι το πέρασμα του Ζυγού στο Μέτσοβο. Η γνώση της λατινικής αποτελεί απαραίτητο εφόδιο για τους δημόσιους υπαλλήλους του ρωμαϊκού κράτους, το οποίο επιλέγει τους συγκεκριμένους κατά προτίμηση μεταξύ των Ελλήνων. Χρήσιμη, επίσης, είναι η λατινική και για τους εμπόρους, ξενοδόχους, επαγγελματίες, επιστήμονες, που επιθυμούν να κινούνται ελεύθερα και επικερδώς στον τεράστιο χώρο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Το Μέτσοβο ευτύχησε σε όλο το διάστημα της μακραίωνης ιστορικής του πορείας να τύχει ιδιαίτερων προνομιακών μεταχειρίσεων, οι οποίες συνέβαλαν στην επιβίωση και επιτάχυναν τους ρυθμούς ανάπτυξης σε δύσκολους καιρούς. Το 1430 μ.Χ., χορηγήθηκαν προνόμια στους Μετσοβίτες από τον Σουλτάνο Μουράτ τον Β’, ως επιβράβευση της καλής συμπεριφοράς των Μετσοβιτών φυλάκων του Ζυγού προς τα τουρκικά στρατεύματα του Σινάν Πασά, που κατευθυνόταν στα Γιάννινα.

Άνθρωποι και Πολιτισμός
Η ορεινή κτηνοτροφία αποτελεί εδώ και αιώνες, στην ευρύτερη περιοχή, ένα βασικό παράγοντα ανάπτυξης αλλά και τρόπο ζωής. Ήδη από το 1719 λειτουργούσε στο Μέτσοβο κεντρική αποθήκη εξαγωγής δερμάτων αιγοπροβάτων με προορισμό τη Γαλλία. Λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών οι ορεινοί βοσκότοποι δε χρησιμοποιούνται όλο το έτος. Έτσι, οι νομάδες κτηνοτρόφοι μεταφέρονται τον χειμώνα στο θεσσαλικό κάμπο και το καλοκαίρι στα ορεινά βοσκοτόπια. Η μεταποίηση ξυλείας αποτελεί σήμερα το σημαντικότερο πλουτοπαραγωγικό πόρο και ίσως την κυριότερη πηγή εισοδήματος, μαζί με τον τουρισμό. Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού ασχολείται στον τομέα της υλοτομίας και της επεξεργασίας του ξύλου από τις παλιότερες μέρες έως σήμερα. Στο Μέτσοβο, στη Μηλιά και στο Ανήλιο η λαϊκή τέχνη αποτελεί μια από τις σημαντικότερες ασχολίες των κατοίκων. Η υφαντουργία έχει μακρά παράδοση. Η τοπική υφαντική δημιούργησε περίτεχνα υφαντά, χαλίμια, κελίμια, στρωσίδια, μποχαροσκούτια, φλοκάτες κ.ά., με μεθόδους και τακτικές που ανάγονται πολλές γενιές πίσω. Η τυροκομία αποτελεί ένα άλλο πόλο ανάπτυξης. Στο Μέτσοβο λειτουργεί από το 1958 το τυροκομείο του ιδρύματος Τοσίτσα, που απορροφά ολόκληρη σχεδόν την παραγωγή γάλακτος της περιοχής.
Μακρά παράδοση υπάρχει και στην οινοποιία. Από το 1732 η ετήσια παραγωγή κρασιού ξεπερνούσε τις 500.000 μπουκάλες. Μετά από πολλά χρόνια αγρανάπαυσης τ’ αμπέλια του Μετσόβου ζωντάνεψαν ξανά, χάρη στην ιδέα του Ευάγγελου Αβέρωφ Τοσίτσα να δημιουργήσει το οινοποιείο «Κατώγι». Το Μέτσοβο και τα χωριά που το περιβάλλουν δημιούργησαν μια ιδιότυπη κοινωνία, επηρεασμένη από τον τρόπο ζωής στα βουνά της Πίνδου, που μέσα από τις γιορτές και τα πανηγύρια διαδόθηκε ως τις μέρες μας. Έτσι, η μουσική παράδοση του Μετσόβου παρουσιάζεται αισθητά διαφοροποιημένη από τις αντίστοιχες άλλων περιοχών. Στο Μέτσοβο υπάρχουν τρία είδη χορών, ο κυκλικός, ο συγκαθιστός και ο χορός των γυναικών. Κοινό δομικό στοιχείο όλων αυτών αποτελεί ο αυτοσχεδιασμός και ο συναισθηματισμός. Στα πανηγύρια οι πιο πολλοί κάτοικοι, ντυμένοι με παραδοσιακές στολές, χορεύουν τους τρεις χορούς του Μετσόβου και γλεντούν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.

Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική
Το Μέτσοβο ιστορικά ήταν ο πιο αντιπροσωπευτικός οικισμός των χωριών της Κεντρικής Ηπειρωτικής Πίνδου και ανέκαθεν ένας από τους πιο ενεργούς οικισμούς της χώρας. Σήμερα είναι ένας από τους πιο γνωστούς παραδοσιακούς οικισμούς της χώρας. Η φήμη του οφείλεται κυρίως στην ομορφιά του χωριού , στην πολιτισμική κληρονομιά, στην παραδοσιακή φυσιογνωμία του, στους πολλούς εθνικούς ευεργέτες και στο πλούσιο φυσικό περιβάλλον.
Το κλίμα της περιοχής είναι ηπειρωτικό και χαρακτηρίζεται από ψυχρούς έως δριμείς παρατεταμένους χειμώνες,  είναι πλούσιο σε βροχές την άνοιξη ενώ τα καλοκαίρια είναι σχετικά ζεστά με αρκετές βροχές.  Σημειώνεται ότι έχει ένα από τους υψηλότερους δείκτες βροχόπτωσης στην Ελλάδα.
Ως προς τα πολεοδομικά χαρακτηριστικά του,  ο οικισμός του Μετσόβου είναι κτισμένο σε πλαγιά με πτυχές και μεγάλης κλίση με ΝΑ προσανατολισμό. Πρόκειται για έναν μονοκεντρικό οικισμό,  στην πλατεία του οποίου συναντώνται οι δύο κάθετοι κύριοι δρόμοι που ορίζουν τον ιστό του χωριού.  Υπάρχουν επίσης,  δευτερεύοντες,  εσωτερικής εξυπηρέτησης δρόμοι,  η ανάπτυξη των οποίων είναι σύμφωνη με την κλίση και τη βατότητα του φυσικού εδάφους .
Οι δρόμοι είναι οφιοειδείς,  στενοί με πλάτος  2-4 μέτρα. Κατά μήκος των δρόμων αναπτύσσονται οι μαντρότοιχοι των σπιτιών με τις σκεπαστές αυλόθυρες καθώς και οι προεξοχές των ορόφων.  Τα καλντερίμια είναι λιθόστρωτα με εγκάρσιες υπερυψωμένες λωρίδες κάθε  μισό μέτρο περίπου για την ασφάλεια του βηματισμού και την απορροή των υδάτων σε αυλάκι δεξιά ή αριστερά κατά τις ανάγκες.Το Μέτσοβο είναι ένας οικισμός κλειστής μορφής, ο οποίος διακρίνεται από πυκνή δόμηση με τις περιορισμένες προσπελάσεις.
Ως προς την τυπολογία του,  το μετσοβίτικο σπίτι διακρίνεται σε δύο τύπους.  Ο πρώτος είναι ο τρίχωρος πλατυμέτωπος και αποτελεί τη λαϊκή κατοικία,  ενώ ο δεύτερος είναι ο τετράχωρος και αποτελεί την αρχοντική κατοικία (πέρα από τη μονόχωρη καλύβα που χρησιμοποιείται ως χώρος διαμονής στους τόπους σταβλισμού των κοπαδιών ).
Ως προς την αρχιτεκτονική των σπιτιών, ο κύριος όγκος του σπιτιού είναι προσανατολισμένος νότια ή νοτιοανατολικά, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαφοροποίηση μεταξύ χειμερινών και θερινών χώρων διαμονής.Οι χρήστες του κτιρίου διαμένουν σε διαφορετικά δωμάτια (τα οποία έχουν διαφορετικό προσανατολισμό και μέγεθος ανοιγμάτων) προκειμένου να εξασφαλίζονται οι βέλτιστες δυνατές συνθήκες άνεσης. Κατά συνέπεια, όλη η οικογένεια το χειμώνα χρησιμοποιούσε το χειμωνιάτικο ή ‘οντά’, ενώ το καλοκαίρι η οικογένεια ζούσε στο «χωτζιαρέ», δωμάτιο με περισσότερα ανοίγματα τα οποία εξασφάλιζαν αερισμό.
Τα παραδοσιακά κτίρια στο Μέτσοβο κατασκευάζονται από πέτρινους τοίχους που έχουν μεγάλη θερμική μάζα, ενώ οι εσωτερικοί τοίχοι, τα δάπεδα και οι οροφές κατασκευάζονται από ξύλο (τα ταβάνια προσφέρουν θερμομόνωση). Αυτές οι οικοδομικές πρακτικές συμφωνούν με τη στρατηγική που παρουσιάσθηκε προηγουμένως. Η χρήση του τσατμά στους εξωτερικούς τοίχους στους ορόφους είναι σχετικά περιορισμένη και φθίνει με το πέρασμα του χρόνου, πιθανότατα ως αποτέλεσμα της οικοδομικής εξέλιξης αλλά και επειδή η θερμική μάζα σαν παράμετρος σχεδιασμού κατά τη θερινή περίοδο είναι πιο αποδοτική στις πιο υψηλές θερμοκρασίες.