Κόκκινη Εκκλησιά – Βουργαρέλι – Αθαμάνιο – Θεοδώριανα 
Διαδρομή: Πέτα – Μελάτες – Κόκκινη Εκκλησιά – Βουργαρέλι – Αθαμάνιο – Θεοδώριανα (83 χλμ)

Στην ανατολική πλευρά των Τζουμέρκων, φωλιασμένο μέσα σε μια δίπλωση του βουνού, βρίσκεται το πιο ορεινό χωριό της Άρτας, (950μ.) τα Θεοδώριανα. Είναι ο τελευταίος σταθμός μιας υπέροχης διαδρομής (απ’ τις ωραιότερες της Ηπείρου) που ξεκινάει απ’ τον κυκλικό κόμβο στην ανατολική είσοδο της πόλης και ακολουθεί τον εθνικό δρόμο Άρτας – Τρικάλων. Φτάνοντας στα υψώματα του Κλειστού έχεις την ευκαιρία ν’ απολαύσεις μια πανοραμική θέα του δυτικού τμήματος της Άρτας, απ’ το Ξεροβούνι και την Κόπραινα ως το Ζάλογγο και το Άκτιο. Σα δρασκελίσεις στην κορφή του λόφου, συναντάς αριστερή παράκαμψη που ακολουθώντας την, μετά 2 χιλιόμετρα, απαθανατίζεις από ξάγναντο τη ζωγραφιά του γραφικότατου Ζυγού (χωριό), με μια εξίσου γραφική άποψη της λίμνης Πουρναρίου στο βάθος.

Ξανά στον κεντρικό  δρόμο, και φτάνοντας στο χωριό Μελάτες (27 χλμ.) που πνίγεται στις πρασιές, αφήνεις δεξιά το μη ενεργό μοναστήρι της Παναγιάς με τον εντυπωσιακά διακοσμημένο πυλώνα του (1842) και σε λίγο ξανοίγεται στα μάτια σου εξαίσιο τοπίο, καθώς ένας γραφικότατος βραχίονας της τεχνητής λίμνης του Αράχθου εισχωρεί ανάμεσα σε δασωμένους λόφους με κρεμαστά νερά, συνθέτοντας έναν θαυμάσιο πίνακα. Ο δρόμος ελίσσεται ανηφορικά παρακολουθώντας τις ατέλειωτες πτυχώσεις των λόφων, ώσπου βγαίνοντας σ’ ένα ξάγναντο σε φέρνει πρόσωπο με πρόσωπο με τα επιβλητικά Τζουμέρκα. Εντυπωσιακό θέαμα! Τα ’χεις τόσο κοντά, που άνετα μπορείς να διακρίνεις τις λεπτομέρειες του προσώπου τους, τα «φτιασίδια» τους και τη φορεσιά τους, που σύμφωνα με την εποχή αλλάζει και τα χρώματα. Προχωρώντας λίγο πιο κάτω, το Παλαιοκάτουνο σου έχει έτοιμη τη ζωγραφιά του: ένα κουκλίστικο ξωκλήσι, «φορτωμένο» πάνω στο λόφο του, καρφωμένο σε Τζουμερκιώτικο φόντο. Λίγο πιο πάνω σε περιμένει ακόμη πιο ευχάριστο ξάφνιασμα, καθώς ανηφορίζοντας, μετά από μια καμπή του δρόμου, αποκαλύπτεται μπροστά σου η διαμαντόπετρα των Τζουμέρκων, η Βυζαντινή Κόκκινη Εκκλησιά, λουσμένη στο πράσινο, ν’ απολαμβάνει τη γαλήνη του ειδυλλιακού Τζουμερκιώτικου τοπίου. Αυτή δε συγχωρείσαι να την προσπεράσεις. βουτάς στην ομορφιά της και διαβάζεις την ιστορία της:

Η Κόκκινη Εκκλησιά αποτελεί ακόμη ένα λαμπρό χαρακτηριστικό δείγμα βυζαντινής ναοδομίας του δημιουργικού 13ου αιώνα. Η προσωνυμία της οφείλεται στην πληθώρα των κεραμικών που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή της. Λέγεται και Βασιλομονάστηρο προδίδοντας έτσι τη σχέση της με το βασιλικό οίκο των Κομνηνοδουκάδων Δεσποτών της Άρτας. Κτίστηκε το 1293/4 επί δεσποτείας του Νικηφόρου Α΄ Κομνηνού Δούκα, απ’ τον πρωτοστράτορα Ιωάννη Τσιμισκή και τον αδερφό του Θεόδωρο με δαπάνη των οποίων έγιναν, ένα χρόνο αργότερα, και οι ελάχιστα σήμερα σωσμένες τοιχογραφίες, στο εσωτερικό του κυρίως ναού. Είναι σταυρεπίστεγος ναός του οποίου ο αρχικός τρούλλος κατέπεσε και αντικαταστάθηκε από δικλινή στέγη. Η ευρεία χρήση κεραμικών δομικών και διακοσμητικών υλικών, και κυρίως η ποικιλόμορφη καλαίσθητη στέγη του, προσδίδουν χάρη και κομψότητα στο κτίσμα ενώ παράλληλα προσθέτουν ένα ακόμη φτιασίδι στην έτσι κι αλλιώς Τζουμερκιώτικη ακαταμάχητη γοητεία. Ο ναός τιμάται στη μνήμη της Γέννησης της Θεοτόκου.

Η συνέχεια του οδοιπορικού απ’ την Κόκκινη Εκκλησιά και πάνω, μας επιφυλάσσει και άλλες εκπλήξεις: Μετά πέντε χιλιόμετρα ανηφορικής πορείας ξεπροβάλλει με τα πρώτα σπίτια του, το γνωστότερο ορεινό παραθεριστικό – και όχι μόνο – κέντρο της Άρτας το γραφικό Βουργαρέλι, την έδρα του Δήμου Κεντρικών Τζουμέρκων, (στα 760μ. υψόμετρο και 60 χιλιόμετρα από την Άρτα). Το καλύτερο «καδράρισμά» του γίνεται απ’ το χώρο αναψυχής των περιπατητών που έχει διαμορφωθεί λίγο μετά το χωριό, στο απέναντι ξάγναντο: Το να ζεις στα Τζουμέρκα δεν είναι πάντα εύκολο. χρειάζεσαι απάγγιο κι απανέμι, κι αυτά τα βρήκε σε απόλυτο βαθμό το Βουργαρέλι στην αγκαλιά μιας προσηλιακής πτυχής του βουνού, όπου απλώθηκε αμφιθεατρικά κοιτάζοντας προς το ζεστό πάντα νότο. Όμορφο πυκνοκατοικημένο χωριό, ακουμπάει στην πλαγιά μ’ ανοιχτές τις δασιές ελατίσιες φτερούγες του, έχοντας για κεφάλι του το γυμνό και βραχώδες Τζουμέρκο με το γκρίζο ή λευκό πρόσωπό του. Ξέχωρα τραβούν τη ματιά η μεγάλη ενοριακή εκκλησιά του Αγίου Νικολάου με τη θαυμάσια κιονοστήρικτη τοξοτή στοά της, καθώς και τα νεόκτιστα με πέτρινο ντύμα καταλύματα των επισκεπτών φτιαγμένα με τέχνη και γούστο, προπαντός όμως, με σεβασμό στον οικιστικό τους περίγυρο. Ξαναμπαίνουμε στο χωριό για να δούμε και τα μέσα του. Μυρίζει παλιά αρχοντιά: καλοδουλεμένα λιθόκτιστα δίπατα σπίτια – όσα άντεξαν στο χρόνο και στους ανελέητους βομβαρδισμούς των Γερμανών αλλά και στην κατάρα της εξέλιξης. γκαλντεριμωτά σοκάκια, τρεχούμενα νερά, και στη μέση η «Κρουστάλλω» κι η «Αρχόντω», οι δυο κρουσταλλένιες αρχοντόβρυσες, που αιώνες τώρα δωρίζουν στους κατοίκους την αστείρευτη δροσιά τους. Κορώνα του χωριού το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου (1690) όπου ο Καραϊσκάκης, ο Κουτελίδας, ο Μπακόλας, ο Κουτσονίκας, κι άλλοι  Αρτινοί καπεταναίοι που ’χαν στα Τζουμέρκα τα λημέρια τους, κήρυξαν το 1821 τοπικά την επανάσταση, κάτω απ’ τις ευλογίες του ηγούμενου Χριστόφορου, αναδεικνύοντας το μοναστήρι σε νέα Αγία Λαύρα. Χάρη σ’ αυτή τη σπίθα που στη συνέχεια έγινε φλόγα, οι Έλληνες κατετρόπωσαν τους Αλβανότουρκους του Ομέρ Βρυώνη, στη γνωστή ως «μάχη του Βουργαρελίου» το 1824. Τα κτίρια της μονής σώζονται ακέραια, χωρίς ωστόσο μοναχούς… Ο αθωνίτικου τύπου μονοκάμαρος τρουλωτός ναός της, έχει μέσα θαυμάσιες τοιχογραφίες του 1714, έργα Καλαρρυτινών ζωγράφων. Πιο πάνω απ’ το μοναστήρι υπάρχει το ύψωμα Τζούκα, η ανεξερεύνητη ακόμη ακρόπολη των αρχαίων Αθαμάνων. Για τη βόλτα του απογευματινού περιπατητή, υπάρχουν, εκτός των άλλων, δύο πέτρινα παλιά γεφύρια, στο ρέμα Γλούμπαρη και στο ρέμα Κοραή, κι ένας παραδοσιακός νερόμυλος. Απ’ το Βουργαρέλι ξεκινά και ο περιμετρικός δρόμος των Τζουμέρκων, που μέσα από μια ιδιαιτέρου κάλλους απολαυστική διαδρομή, ζώνει όλα τα μαργαριτάρια τους (Κυψέλη, Ράμια, Λεπιανά, Μικροσπηλιά, Καταρράκτης, Άγναντα, Κτιστάδες, Πράμαντα, Μελισσουργοί).

Εμείς όμως συνεχίζουμε το δικό μας δρόμο που σε 5 λεπτά θα μας οδηγήσει στο χωριό που «πιστώθηκε» το όνομα των πρώτων κατοίκων των Τζουμέρκων, στο Αθαμάνιο, το «δίδυμο» αδελφό χωριό του Βουργαρελίου: Μορφολογικά χαρακτηριστικά περίπου ίδια, ιστορία και παράδοση, ίδιες. Τα ξεχωριστά τους γνωρίσματα είναι ο ιδιότυπος ενοριακός ναός του που δεσπόζει στο σχετικά πυκνοκατοικημένο πλάτωμα του κάτω μαχαλά, αλλά και το «ανακαινισμένο» πρόσωπο του χωριού με την επέλαση της σύγχρονης δόμησης σε μία κατ’ εξοχήν παραδοσιακή οικιστική περιοχή.
Στις παρυφές του χωριού, όπως λένε, παλιότερα είχαν βρεθεί ίχνη λιθόστρωτου ρωμαϊκού δρόμου απ’ όπου πέρασε ο Ιούλιος Καίσαρας κατευθυνόμενος στη Θεσσαλία, για ν’ αντιμετωπίσει το στρατό του Πομπηΐου κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου τους, (μάχη Φαρσάλων 48π.Χ). Σποραδικά κατά το παρελθόν εντοπίστηκαν σε διάφορα σημεία της περιοχής, ίχνη των αρχαίων Αθαμάνων.
Φτάνοντας στη μέση του χωριού βρίσκουμε αριστερή ανηφορική παράκαμψη που θα μας οδηγήσει μετά από μία, όχι και τόσο άνετη – απόλυτα όμως απολαυστική διαδρομή 15 χιλιομέτρων, στον τελικό μας στόχο, που είναι τα παινεμένα Θεοδώριανα. Κυριολεκτικά σκαρφαλώνουμε στα Τζουμέρκα διασχίζοντας ελικωτά το Αθαμάνιο, και αφού περάσουμε τις κατασκηνώσεις και τις τελευταίες ελατιές, ταξιδεύουμε πλέον στο φαλακρό βουνό, ώσπου φτάνουμε στον αυχένα, στο ψηλότερο σημείο της διαδρομής μας (1200μ.) στη θέση Σταυρός, όπου και να ήθελες να προχωρήσεις, δε θα σου το επέτρεπε το θέαμα. Στην ουσία έχουμε κάνει «ορειβασία» εποχούμενοι, και τώρα στημένοι στο φρύδι τεράστιου μπαλκονιού των Τζουμέρκων,απολαμβάνουμε το μεγαλείο της φύσης. Πού να πρωτοκοιτάξεις και τι να πρωτοδείς. Γαζώνουν τα μάτια σου τους «θυμούς» και τα «χαμόγελα» των Τζουμέρκων, τις διπλωσιές και τα ξεπετάγματα των Θεσσαλιώτικων βουνών, το ανέμελο σεργιάνισμα του Αχελώου που χάνεται στο Σέλτσο, ως την αχλύ των αγραφιώτικών κορφών. και ακόμη πιο κοντά, στα πόδια σου, το ταμπούρι του Μπακόλα, του Καραϊσκάκη και των άλλων οπλαρχηγών, που με 70 παλικάρια κατανίκησαν σ’ αυτή τη θέση τους 6000 του Χουρσίτ πασά, όταν τον Αύγουστο του ’21 κατέβαινε απ’ τη Θεσσαλία για την Ήπειρο.
Κι αφού φορτώσεις τη μνήμη της μηχανής και τη δική σου, κατηφορίζεις την πίσω πλευρά των Τζουμέρκων, χωρίς να βιάζεσαι καθόλου, μη και σου ξεφύγει κάποια λεπτομέρεια. Τα Θεοδώριανα – τη Θεοδωρία των αρχαίων Αθαμάνων – τα βλέπεις «αφ’ υψηλού», φωλιασμένα στο βάθος για ν’ αποφεύγουν το χιονιά, και πάνω ψηλά, η ποδιά των κορφών ζωσμένη στην τρελή φορεσιά των Τζουμέρκων, η τραγουδισμένη Κωστηλάτα, με λάγνους «μορφασμούς» σου φλερτάρει αδιάκοπα. Εκεί έχουν στήσει τα «λημέρια» τους οι άλλοι καπεταναίοι των Τζουμέρκων, οι τσελιγκάδες, που για μισό χρόνο διαφεντεύουν των κοπαδιών το βασίλειο.
Ούτε καταλαβαίνεις πότε έφτασες. Σε καλωσορίζουν βουερά τ’ αφρισμένα ρέματα που κατεβάζουν καλπάζοντας της Κωστηλάτας τα νερά, για να κινήσουν πιο κάτω τις νεροτριβές και τον παλιό το νερόμυλο. Σε λίγο, πίνοντας τον καφέ σου στα μαγαζάκια της πλατείας, γεύεσαι τις ομορφιές του πιο ψηλού χωριού της Άρτας κι ας δείχνει ότι είναι χαμηλά. Μια φορά το χρόνο η πλατεία του σειέται ολόκληρη, καθώς τ’ ανθρωπομάνι που πατάει πάνω της, δονείται κι αυτό στους ρυθμούς του ξακουστού Θοδωριανίτικου πανηγυριού, το Δεκαπενταύγουστο. «Απόστολοι εκ περάτων» οι Θοδωριανίτες ανταμώνουν κάθε χρόνο τέτοια μέρα στο ξωκλήσι της Παναγιάς – ψηλά στις λάκκες – κι αφού τη δοξάσουν, φτιάχνουν μακρόσυρτη πομπή που κατεβαίνει ανάμεσα απ’ τις φτέρες και τα τρόχαλα, ενώνοντας τα θυμιατά και τους ψαλμούς τους με της φύσης το δοξαστικό. Τελειώνουν στην πλατεία, που, κάτω από τον γιγαντοπλάτανο στήνουν τον «Καγκελάρι» με μπαϊρακτάρη τον παππά, πρώτον να σέρνει το χορό. Μοναδικές γραφικότητες! Περπατάς στα σοκάκια. Παντού νερά. Πρόσεξε στις βρύσες, μη χάσεις και συ το στοίχημα κρατώντας το χέρι στα νερά τους πάνω από μισό λεπτό… Μικρά σμιχτά τα σπίτια, λες και τα ’φτιαξαν επίτηδες έτσι, για ν’ αποδιώχνουν πιο καλά τ’ αγιάζι και την παγωνιά. Χαμηλά, στο τέρμα του χωριού, στέκει ακόμη όρθιος ο ναός του παλιού (1793) μοναστηριού της Γέννησης της Θεοτόκου, όπου ο κτήτορας της μονής, λόγιος μοναχός Άνθιμος Αργυρόπουλος, ίδρυσε αλληλοδιδακτική σχολή – ένα είδος κρυφού σχολειού – που λειτουργούσε στα μισοερειπωμένα σήμερα κελλιά με δάσκαλο τον ίδιο. Με συνδυασμό πεντάλεπτης – μέσω δύσκολου χωματόδρομου – διαδρομής και 20΄ – 30΄ ομαλής σχετικά ορειβασίας, συναντάς τη μαγεία της «Σούδας», του διπλού επιβλητικού καταρράκτη, που σχηματίζουν τα νερά της «Άσπρης Γκούρας» σε μια φανταστική γωνιά της ελατόπνιχτης πλαγιάς των Τζουμέρκων. Αν πας στα Θεοδώριανα και δε δεις τους καταρράκτες τους, δεν είδες τίποτα. κι αν δεν «πνιγείς» στον αχνό τους ή δε λουστείς – αν το βαστάς – στα ίδια τα νερά τους, δεν ένιωσες τίποτα. Είναι το καλοκαιρινό δώρο των Θεοδωριάνων, γιατί το χειμώνα, κι αν σε αφήσει ο δρόμος τους να πας(που σπάνια το κάνει) θα βρεις τα σπίτια σφαλιστά.
Παίρνοντας λοιπόν κι εμείς το δώρο μας, αποχαιρετούμε το χωριό, ακολουθώντας τον άλλο δρόμο, τον χειμερινό, αφού όταν βαριοφορτώνεται ο αυχένας του «Σταυρού» από χιόνι, ο κανονικός δρόμος γίνεται αδιάβατος. Κατεβαίνουμε στο ποτάμι, και περνώντας πλάι στο παραδοσιακό πέτρινο γεφύρι του απ’ όπου ξεκινάει το μονοπάτι για το δεύτερο αναπαλαιωμένο νερόμυλο, οδεύουμε παρακολουθώντας από ψηλά συνεχώς το εξαίσιο φαράγγι της ροής του, ενώ παράλληλα μας δίνεται η ευκαιρία ν’ αποθαυμάσουμε το κάδρο των Τζουμέρκων με τ’ ακουμπισμένα πάνω τους Θεοδώριανα, που μόνο απ’ αυτή τη θέση μας δείχνουν το πιο καλό τους πρόσωπο. Στο τέλος του καταπληκτικού φαραγγιού ο δρόμος μας συναντάει την εθνική οδό Άρτας – Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς που μια αριστερή παράκαμψη 500μ. θα μας οδηγήσει στο προσφιλέστερο προσκύνημα της περιοχής, στο ονομαστό μοναστήρι της Αγίας Κυριακής. Κτισμένο στη ζεστή φωλιά που του ’φτιαξε η απότομη τριγωνική κατάληξη μιας παραφυάδας των Τζουμέρκων, αγναντεύει το διάβα του νωχελικού Αχελώου μ’ όσα νερά του άφησε ο «Προκρούστης» του, το φράγμα Μεσοχώρας, μικρή απόσταση πιο πάνω. Νέος μικρός ναός, αφού ο παλιός γκρεμίστηκε από σεισμό. Φαίνεται όμως πως είναι μεγάλη η χάρη του. γιατί αν βρεθείς εκεί παραμονή το βράδυ της γιορτής του (7 Ιουλίου)δε θα ’χεις τόπο να σταθείς. Μιλιούνια οι πιστοί και προπαντός οι κοπελιές, που – όπως το θέλει η παράδοση – το ’χουν τάμα, για να στεργιώσει ο δεσμός τους με το νιο που έβαλαν στο μάτι και θέλουν να τον κάνουν ταίρι τους.
Η επίσκεψη στο μοναστήρι της Αγίας Κυριακής είναι και το τέρμα του θαυμάσιου οδοιπορικού μας. Η επιστροφή γίνεται από την εθνική οδό Τρικάλων – Άρτας.