Διαδρομή: Ροδαυγή – Πλατανούσα – Γεφύρι Πλάκας – Άγναντα – Κτιστάδες – Πράμαντα – Μελισσουργοί (72χλμ.)
Στα χωριά των βορειοδυτικών Τζουμέρκων, φτάνει κανείς απ ’τον επαρχιακό ασφαλτόδρομο του Ξεροβουνίου, που ακολουθώντας ωραιότατη διαδρομή – εφάμιλλη εκείνης των Θεοδωριάνων – καταλήγει μετά 72 χιλιόμετρα στο τελευταίο ορεινό χωριό της Άρτας, στους γραφικότατους Μελισσουργούς.
Τις πρώτες εντυπώσεις, τις κερδίζει η όμορφη Ροδαυγή που βιγλίζει πάνω απ’ την τεχνητή λίμνη του Αράχθου. Στη συνέχεια, αφού περάσουμε τη δροσερή Πλατανούσα, την πατρίδα του λογοτέχνη και αγωνιστή Γιώργου Κοτζιούλα, συναντούμε το δρόμο που ’ρχεται απ’ τα Γιάννενα και τα Κατσανοχώρια, και κατηφορίζουμε προς τον Άραχθο. Η πρώτη κλειστή στροφή μετά τη βρύση του Μονολιθίου μας φέρνει μπροστά σ’ ένα εξαίσιο θέαμα. Βρίσκουμε χώρο και σταματούμε για να το θαυμάσουμε. Κάτω ο Άραχθος βγαίνει μεγαλοπρεπής και τροπαιούχος απ’ το στενό φαράγγι του, για να περάσει στη συνέχεια την αψίδα του θριάμβου του, το γεφύρι της Πλάκας, και να συνεχίσει χωρίς «άγχος» πια την πορεία του. Στην απέναντι όχθη στέκει απείραχτο απ’ το χρόνο το κομψό μοναστήρι της Παναγιάς (Μονή Μουχουστίου) και πέρα δεξιά ορθώνονται πανοραμικά τα Τζουμέρκα με όλη τους τη μεγαλοπρέπεια. Κλέβουμε στη μηχανή την ομορφιά του τοπίου και συνεχίζουμε, ώσπου φτάνουμε στη σιδερογέφυρα της Πλάκας, όπου και οι νεόδμητες εγκαταστάσεις εναλλακτικού τουρισμού (ποτάμιες δραστηριότητες – καγιάκ, rafting κ.τ.λ). Απ’ τη γέφυρα μπορεί ο ταξιδιώτης να ’χει μια άλλη εντυπωσιακή εικόνα του ιστορικού γεφυριού καθώς και του ειδυλλιακότατου τοπίου που το περιβάλλει. Αυτή η εικόνα είναι ο κράχτης, το «δόλωμα» για να σε κάνει να το πλησιάσεις και να το γνωρίσεις καλύτερα. Αυτό θα κάνουμε: Λίγο μετά τη γέφυρα, υπάρχει στενή παράκαμψη αριστερά και σχετική πινακίδα, που θα σε οδηγήσουν μετά από 2 χιλιόμετρα στο άλλοτε ακμαίο μοναστήρι της Γέννησης της Θεοτόκου ή Μονή Μουχουστίου όπως επικράτησε να λέγεται. Κτίστηκε το 17ο αιώνα με πολλή τέχνη και ευαισθησία, ώστε να δένει αρμονικά με το περιβάλλον. Ο πλακοσκέπαστος σταυρεπίστεγος ναός φέρει στο εσωτερικό του τοιχογραφίες εξαιρετικής τέχνης, έργα του 1694.
Επιστρέφοντας απ’ τον ίδιο δρόμο, στα πρώτα σπίτια του οικισμού βρίσκουμε την αφετηρία του μονοπατιού που, μετά από ολιγόλεπτο περπάτημα. Στο βάθος, το μνημείο της φύσης: ο Άραχθος ανασαίνει καθώς ξεπορτίζει απ’ το στενό πανώριο φαράγγι του. Η απόλυτη αρμονία. Αυτό το συνταίριασμα είναι κατόρθωμα του έμπειρου τζουμερκιώτη πρωτομάστορα Κ. Μπέκα και του άξιου ντόπιου «μπουλουκιού» του, που δουλεύοντας την πέτρα δυο χρόνια και μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια που χαράμισε τους κόπους τους, κατάφεραν τελικά το 1866 να ζεύξουν τις επισφαλείς σ’ αυτό το σημείο όχθες του Αράχθου, κτίζοντας το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι της Ελλάδας. Το ’κτισαν στη θέση παλιότερου γεφυριού – άγνωστου χρόνου κατασκευής – που κατέπεσε απ’ τις πλημμύρες του ποταμού. Το μήκος του τόξου είναι 40 μέτρα, το ύψος του από την κοίτη 20μ. το δε πλάτος του μαζί με τα προστατευτικά κράσπεδα είναι 3,20μ. Το κόστος κατασκευής το κάλυψαν οι Τζουμερκιώτες και οι απέναντι απ’ αυτούς Κατσανοχωρίτες.
Στα χρόνια της επανάστασης έγιναν πολλές μάχες για την κατοχή αυτού του μοναδικού τότε περάσματος. Η κυριότερη μάχη έγινε τον Ιούλιο του 1821, με πρωταγωνιστές το Μάρκο Μπότσαρη, και τους ντόπιους οπλαρχηγούς Μπακόλα, Κουτελίδα και Ράγκο. Απ’ το 1881 μέχρι το 1913 το γεφύρι αποτελούσε το σύνορο της ελεύθερης με την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Στην ανατολική άκρη του γεφυριού σώζεται ακόμη, αναπαλαιωμένο, το δίπατο κτίριο που λειτούργησε ως ελληνικό φυλάκιο και τελωνείο. Στο ίδιο κτίριο υπογράφηκε το 1944 η συμφωνία μεταξύ ΕΛ.Α.Σ. και ΕΔΕΣ για οριστική κατάπαυση των εμφύλιων εχθροπραξιών. Η προσωνυμία του γεφυριού οφείλεται στον τεράστιο απόκρημνο επίπεδο βράχο (πλάκα) που υψώνεται στην ορθοπλαγιά της δυτικής όχθης του ποταμού και ο οποίος είναι το αποτέλεσμα μεγάλης κατολίσθησης.
Φεύγοντας με τις καλύτερες εντυπώσεις, επιστρέφουμε στον κεντρικό μας δρόμο που, αφού αφήσει δεξιά του την παράκαμψη που οδηγεί στον γραφικό Καταρράκτη (σελ. 170) μας οδηγεί στο πρώτο απ’ τα περίφημα Τζουμερκιώτικα μαστοροχώρια, τα όμορφα Άγναντα (56 χλμ.). Η αιτιολόγηση του ονόματός τους είναι περιττή… Καθισμένοι οι δύο βασικοί μαχαλάδες τους στο δασύ ελατίσιο χαλί των Τζουμέρκων, αγναντεύουν τη δύση. Πάνω τους οι κορφές των Τζουμέρκων στήνουν χορό, σωστό πανηγύρι της φύσης. Μπαίνουμε στο χωριό. Ο ένας μαχαλάς καλύτερος απ’ τον άλλον. Στη μέση το λαγκάδι που μαζεύει τα νερά των πηγών και αφού ποτίσει κερασιές και μηλιές του απάνω κρυμμένου μικρού μαχαλά των Αγνάντων, παίρνει φόρα για να μπορέσει να κινήσει τους νερόμυλους και τις νεροτριβές που το περιμένουν πιο κάτω. Τους βλέπουμε περνώντας για τον πέρα μαχαλά που είναι και το «ιστορικό κέντρο» του χωριού: πετρόχτιστα μαστορεμένα σμιχτά δίπατα σπίτια – ανθρώπινα δηλαδή – και στη μέση του ο καλοφτιαγμένος ναός και η πλατεία του, απ’ όπου μπορείς κι εσύ να αγναντέψεις το μακρινό ορίζοντα, αλλά και να ’χεις μια πανοραμική άποψη του βόρειου μαχαλά των Αγνάντων, με όλα τα στολίδια του, την κεντρική «αγορά» του, την όμορφη παλιά εκκλησιά της Φανερωμένης στο ξαπέταγμα, και το επιβλητικό καλομαστορεμένο λιθόκτιστο σχολειό να ξεχωρίζει στη μέση του. Κάποτε τα Άγναντα – όπως και τα γειτονικά τους Πράμαντα – ανθούσαν οικονομικά, όχι μόνο απ’ τα κοπάδια και τη μαστορική, αλλά κυρίως απ’ τα ονομαστά εργαστήρια υφαντικής, των οποίων τα προϊόντα διοχετεύονταν στις αγορές της Άρτας και των Ιωαννίνων, ακόμη και στο εξωτερικό.
Αν συνεχίσει κανείς το δρόμο που οδηγεί στον πέρα μαχαλά θα φτάσει στις ομορφιές του Καταρράκτη.
Ξαναγυρίζουμε στον κεντρικό δρόμο και συνεχίζουμε το οδοιπορικό μας, που προβλέπεται να έχει συχνές υποχρεωτικές στάσεις… Είναι η φύση που τις επιβάλλει. Προχωρώντας λοιπόν «μετ’ εμποδίων» τερπνών, φτάνουμε στους ηλιόλουστους Κτιστάδες, απλωμένους σε περίοπτο ξάγναντο των Τζουμέρκων. Ας μη ρωτήσει κανείς γιατί το είπαν έτσι…. Μόνο που πολλά κτιστά τους σήμερα υπέκυψαν στο πνεύμα της εποχής… Λίγο μετά τους Κτιστάδες, δεξιά, σ’ ένα τεράστιο πανώριο ίσιωμα, στη θέση Συγγενά κάτω απ’ τη γοητευτική κορφή Στρογγούλα, υπάρχει το Τζουμερκιώτικο «κάμπινγκ», οι αγροτουριστικές κατοικίες «Θέασις» γι’ αυτούς που θα ’θελαν να ζήσουν τη βουνίσια χάρη διαφορετικά. Ανεβαίνοντας λίγο πιο πάνω, συναντούμε το χώρο στάθμευσης για όσους θελουν να επισκεφθούν το σπήλαιο «Ανεμότρυπα». Πεντακόσια μέτρα, προς το παρόν, του παραμυθένιου σπηλαίου είναι επισκέψιμα. τους υπόγειους καταρράκτες του μόνο τους ακούς, ακόμη δεν τους βλέπεις… Πλευροκοπούμε την καμαρωτή Στρογγούλα – μια απ’ τις πιο εντυπωσιακές κορφές των Τζουμέρκων – και πολύ σύντομα μπαίνουμε στο μεγαλύτερο και σπουδαιότερο απ’ όλα τα Τζουμερκιώτικα μαστοροχώρια στα παινεμένα Πράμαντα (870μ.)
Τα Πράμαντα, πλαγιασμένα στην αγκαλιά της Στρογγούλας, δεν αφήνουν να ξεθωριάσει η ομορφιά τους στα μάτια σου, κοιτώντας τα από μακριά. θέλουν να σε ξαφνιάσουν, γι’ αυτό σου δίνονται με μιας στην πρώτη σου ματιά, σαν ξεπροβάλλεις από του δρόμου την καμπή, για να σου μείνει έντονη η εικόνα τους. Κι έπειτα, μόλις περάσεις την πόρτα τους, με το ραλίκι τους σου δείχνουνε τα κάλλη τους: Καλοκτισμένες εκκλησιές, σπίτια λιθόκτιστα, βρύσες λουσάτες, κρυστάλλινα νερά. Όσο για την παλιά ζωή τους μη ρωτάς. την έχουν τέλεια αποτυπωμένη στον τοίχο της πλατείας τους με λίθινες συνθέσεις αραδιασμένες στη σειρά. Πίσω και πάνω τους, τιτάνια η Στρογγούλα (2106μ.) κρατάει προστατευτικά το χωριό στα χέρια της: κάλλος και δέος.
Διατρέχουμε τα Πράμαντα απ’ τη μια τους άκρη ως την άλλη, και συνεχίζουμε το οδοιπορικό μας μέσα απ’ το πιο ειδυλλιακό κομμάτι της διαδρομής. Αφού περάσουμε τον πανέμορφο οικισμό Τσόπελα, χωμένο στον έλατο, και τους απέναντι απ’ αυτή «δίδυμους πύργους» να κοσμούν και να πληγώνουν το στήθος της Στρογγούλας, φτάνουμε στο μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής κρυμμένο μέσα στο ελατόδασος. Σώζεται σε καλή κατάσταση. Χρησιμοποιήθηκε ως καταφύγιο οπλαρχηγών στους αγώνες του 1912 – 13 και ως βάση επιχειρήσεων των αντάρτικων ομάδων του στρατηγού της Εθνικής Αντίστασης Ναπολέοντα Ζέρβα.
Δροσιζόμαστε στις παγωμένες βρύσες του μοναστηριού, και ξανά στο δρόμο. Τώρα πια ο τελικός μας προορισμός, οι Μελισσουργοί (860μ.) βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής. Μας προϋπαντεί το γραφικό ξωκλήσι με τις εξωτερικές λαϊκότροπες τοιχογραφίες του, εμπνευσμένες απ’ τη ζωή του Πατροκοσμά του Αιτωλού. Το χωριό όμως δεν το βλέπουμε ακόμα. κουρνιασμένο, καθώς είναι, σε μια διπλωσιά των Τζουμέρκων – λες και το κυνηγούσαν οι ανέμοι και πήγε να λουφάξει στ’ απάγγιο της – δε σου δίνει μάτι απ’ το δρόμο να το περιγράψεις. μέχρι να συνειδητοποιήσεις ότι μπήκες, ήδη βρίσκεσαι στο κέντρο του. Εκεί όμως, αποζημιώνεσαι. Σταφύλι κρέμεται το χωριό κάτω απ’ την παλιά πλατεία του. Λιθόκτιστα αρχοντόσπιτα, στενά γκαλντεριμωτά σοκάκια, πλακόστρωτες αυλές, πεζούλια, αλτάνες, πλακοσκεπές, αυλόπορτες, διαβατικά, πολλές γραφικές εκκλησιές, και βρύσες, βρύσες, βρύσες. Ξέχωρα απ’ όλα αυτά, στη μέση, ο ενοριακός ναός του Αγίου Νικολάου με το κομψό καμπαναριό του και το ακόμη πιο κομψό κιονοστήρικτο πολύτοξο χαγιάτι του – μια ανάσα παράδοσης. Κτίστηκε το 1778, αλλά, επειδή πυρπολήθηκε το 1821 απ’ τους Τούρκους, ανακατασκευάστηκε στο μεγαλύτερο τμήμα του. Ανεκτίμητος πλούτος του είναι οι τοιχογραφίες του, που έκαναν Χιοναδίτες ζωγράφοι το 1846. Δύο απ’ τις φορητές εικόνες του θαυμάσιου ξυλόγλυπτου τέμπλου του, λέγεται ότι τις έφεραν μαζί τους Μελισσουργιώτες μαχητές που επέζησαν κατά την ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου. Αντικριστά στο χωριό φαίνονται φυτεμένα στη δασωμένη πλαγιά δύο ξωκλήσια. Είναι ό,τι απέμεινε απ’ το παλιό μοναστήρι της Παναγιάς, το οποίο κατερείπωσε ο σεισμός του 1967. Ήταν κτισμένο στη θέση βυζαντινής μονής. Είναι επόμενο οι Μελισσουργοί να έχουν βυζαντινή παράδοση, αφού για πολλά χρόνια υπήρξαν Βασιλοχώρι, δηλαδή το αγαπημένο θέρετρο, καταφύγιο ή ησυχαστήριο της Βασίλισσας του Δεσποτάτου της Ηπείρου Θεοδώρας (της μετέπειτα αγίας) αλλά και της διαδόχου της, Άννας Παλαιολογίνας Καντακουζηνής, (13ος αιώνας). Μάλιστα λέγεται ότι η Αγία Θεοδώρα, εκεί κατέφυγε όταν την έδιωξε από το παλάτι ο σύζυγός της Μιχαήλ Β΄ Άγγελος Κομνηνός. Μονοπάτι που ξεκινάει απ’ την πλατεία, περνάει απ’ το παραδοσιακό τοξωτό γεφυράκι, λίγο έξω απ’ το χωριό, και οδηγεί στο ποτάμι, όπου από ξυλογέφυρες, μπορεί κανείς να περάσει απέναντι και να επισκεφθεί τα ξωκλήσια. Από κει θα έχει την ευκαιρία ν’ απολαύσει μια πανοραμική άποψη του χωριού, αλλά και γενικότερα του επιβλητικού Τζουμερκιώτικου τοπίου, απ’ τη Στρογγούλα ως το «Αυτί», τον «χαμηλό» αυχένα (1700μ) που αποτελεί το μοναδικό ορειβατικό πέρασμα προς τα Θεοδώριανα. Κατηφορίζουμε στον κάτω μαχαλά ως την τεράστια πλατεία του, που τη στολίζουν παραδοσιακά σπίτια, ο νεόδμητος κομψός ναός της Παναγίας, καλαίσθητες βρύσες και το όμορφο δημοτικό τουριστικό περίπτερο. Από ’κει ξεκινάει το μονοπάτι που οδηγεί στον λίγο πιο κάτω παραδοσιακό νερόμυλο.
Κτηνοτρόφοι και αγωγιάτες οι παλιοί Μελισσουργιώτες δεν εγκατέλειψαν ποτέ τον τόπο τους. Έφτιαχναν οι άλλοι Τζουμερκιώτες, τα κουβαλούσαν αυτοί και τα μοσχοπολούσαν, γι’ αυτό και πρόκοψαν. Την παλιά ζωή τους την ανασταίνει ο ντόπιος Δημήτρης Σωτηρίου στο αριστουργηματικό του έργο “Ο Αγωγιάτης”, με τρόπο τόσο παραστατικό που κυριολεκτικά σε συναρπάζει.
Ήμερος τόπος και προπαντός ήσυχος. Το χειμώνα όμως παραγίνεται ήσυχος, αφού απ’ τους 1050 Μελισσουργιώτες, ελάχιστοι διαχειμάζουν εκεί. Οι υπόλοιποι μαζεύουν δυνάμεις και ζουν με την προσδοκία του επόμενου καλοκαιριού….
Ειδικές, ιδιαιτέρου κάλλους διαδρομές:
1) Απ’ τα Πράμαντα – κοντά στην είσοδο του χωριού – ξεκινάει παράκαμψη που κατηφορίζει στο ποτάμι, κι από ’κει, μέσω των Χρηστών και του γραφικού τοξοτού γεφυριού στο απίθανο τοπίο του Καλαρρυτιώτικου, οδηγεί, μετά μισής περίπου ώρας ονειρική διαδρομή, στο ένα και μοναδικό, στο ασυναγώνιστο σε αρχοντιά και ομορφιά, Συρράκο. Η καλύτερη περιγραφή είναι, απλά, να το δεις…
2) Στον ίδιο δρόμο που οδηγεί στο Συρράκο, μετά το γεφύρι του Καλαρρυτιώτικου, υπάρχει δεξιά διακλάδωση που οδηγεί σύντομα στη νερομάνα, τους καταρράκτες και – τι δέος – στο κρεμαστό μοναστήρι της Κηπίνας, κι από κει, αφού περάσουμε στο φρύδι του φαραγγιού του Καλαρρυτιώτικου – θαύμα της φύσης – καταλήγουμε στο αδελφό χωριό του Συρράκου, στους ξακουστούς Καλαρρύτες.
3) Ξανά στον ίδιο δρόμο του Συρράκου, μετά τους Χρηστούς, παίρνουμε τη δεξιά διακλάδωση, η οποία μέσω φανταστικής μισάωρης διαδρομής – με θέα αριστερά μας το κρεμασμένο στο βράχο μοναστήρι της Κηπίνας και λίγο μετά το γραφικό μοναστήρι της Βύλιζας, μας οδηγεί στο νερόλουστο Ματσούκι, όπου οι καταρράκτες και τα κρεμαστά νερά της Κακαρδίτσας (κορφή των τζουμέρκων), στήνουν χορό.
4) Μετά τους Κτιστάδες, υπάρχει βόρεια παράκαμψη που οδηγεί στους Ραφταναίους. Ακολουθούμε την παράκαμψη και δύο χιλιόμετρα μετά ξαναβρίσκουμε δεξιά διακλάδωση που κατεβαίνει στη γέφυρα του Καλαρρυτιώτικου, όπου κάθε χρόνο το 2ο Σαββατοκύριακο του Ιουλίου γίνεται River party με πολύ κόσμο και ποικίλες εκδηλώσεις. Από ’κει μέσω γραφικότατης διαδρομής που περνά απ’ το Μιχαλίτσι και το Βαπτιστή, μπορείς να φτάσεις στα Γιάννενα.
5) Στο Μονολίθι, μετά την Πλατανούσα, ο δρόμος απ’ την Άρτα συναντά εκείνον που ’ρχεται απ’ τα Γιάννενα. Αν πάρουμε αυτόν το δρόμο, θα έχουμε μια εξαίσια θέα του φαραγγιού του Αράχθου και των απέναντι Τζουμέρκων. Περνώντας απ’ το Καλέντζι μπορούμε, με λίγο χωματόδρομο κι άλλο λίγο περπάτημα, να κατεβούμε ως τον Άραχθο για να δούμε τους θεαματικούς του καταρράκτες. Απ’ το Καλέτζι παρακάμπτοντας το Φορτόσι, κατεβαίνουμε στο εντυπωσιακό γεφύρι της Πολιτσάς απ’ όπου αρχίζει το τρελό «πανηγύρι» του Αράχθου με rafting.